υστερία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υστερία | οι | υστερίες |
γενική | της | υστερίας | των | υστεριών |
αιτιατική | την | υστερία | τις | υστερίες |
κλητική | υστερία | υστερίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υστερία < αρχαία ελληνική ὑστερία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.steˈɾi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
υστερία θηλυκό
(ψυχιατρική) ψυχική διαταραχή ενός ή περισσοτέρων, σπανιότερα, συμπτωμάτων χωρίς να εντοπίζεται το οργανικό αίτιο.
- υστερία στη Βικιπαίδεια