πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρενοβλάβεια οι φρενοβλάβειες
      γενική της φρενοβλάβειας των φρενοβλαβειών
    αιτιατική τη φρενοβλάβεια τις φρενοβλάβειες
     κλητική φρενοβλάβεια φρενοβλάβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φρενοβλάβεια < ελληνιστική φρενοβλάβεια < αρχαία ελληνική φρενοβλαβής < φρήν + βλάπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρενοβλάβεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία