τρελών
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
τρελών θηλυκό
- τρέλα, στη γενική του πληθυντικού
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
τρελών
- τρελός, στη γενική του πληθυντικού
- τρελή, στη γενική του πληθυντικού
- τρελό, στη γενική του πληθυντικού