↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στροβιλισμός οι στροβιλισμοί
      γενική του στροβιλισμού των στροβιλισμών
    αιτιατική τον στροβιλισμό τους στροβιλισμούς
     κλητική στροβιλισμέ στροβιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στροβιλισμός < στροβιλίζω + -μός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾo.vi.liˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στροβιλισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία