↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στριφογύρισμα τα στριφογυρίσματα
      γενική του στριφογυρίσματος των στριφογυρισμάτων
    αιτιατική το στριφογύρισμα τα στριφογυρίσματα
     κλητική στριφογύρισμα στριφογυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στριφογύρισμα < στριφογυρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στριφογύρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία