• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στροβίλισμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
      • 1.3.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στροβίλισμα τα στροβιλίσματα
      γενική του στροβιλίσματος των στροβιλισμάτων
    αιτιατική το στροβίλισμα τα στροβιλίσματα
     κλητική στροβίλισμα στροβιλίσματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στροβίλισμα < στροβιλίζω + -μα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾɔ.ˈvi.li.zma/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στροβίλισμα αρσενικό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στροβιλίζω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • στροβιλισμός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη στρόβιλος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στροβίλισμα
  • → δείτε τη λέξη στροβιλισμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στροβίλισμα&oldid=4840011"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:30

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:30.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie