ιλιγγιωδώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιλιγγιωδώς < καθαρεύουσα ἰλιγγιωδῶς < ἰλιγγιώδ(ης) + -ῶς < ελληνιστική κοινή ἰλιγγιώδης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.liŋ.ɟi.oˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐λιγ‐γι‐ω‐δώς
Επίρρημα επεξεργασία
ιλιγγιωδώς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιλιγγιωδώς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ιλιγγιωδώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας