Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοτόω < σκότ(ος) + -όω

σκοτόω, σκοτάω / σκοτῶ

  1. σκοτεινιάζω, συσκοτίζω
  2. τυφλώνω,τυφλώνομαι, ή δεν βλέπω καλά στο σκοτάδι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 518a
    ἀλλ᾽ ἐπισκοποῖ ἂν πότερον ἐκ φανοτέρου βίου ἥκουσα ὑπὸ ἀηθείας ἐσκότωται, ἢ ἐξ ἀμαθίας πλείονος εἰς φανότερον ἰοῦσα ὑπὸ λαμπροτέρου μαρμαρυγῆς
    αλλά να εξετάζει τί από τα δυο συμβαίνει, τάχα επειδή ήρθε από φωτεινότερη ζωή έχουν σκοτισθεί τα μάτια της που δεν ήταν συνηθισμένα στο σκοτάδι, ή μήπως, αμάθητη στο περισσότερο, έφτασε σε πολύ δυνατότερο φως
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr & «Η αλληγορία του σπηλαίου» - Ανθολογία
    μήπως δεν βλέπει επειδή ήρθε από φωτεινό μέρος και δεν έχει συνηθίσει <το μάτι> στο σκοτάδι
  3. (παθητική φωνή) ζαλίζομαι και βρίσκομαι στο σκοτάδι, συνώνυμο του σκοτοδινιάω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 339e
    ὡσπερεὶ ὑπὸ ἀγαθοῦ πύκτου πληγείς, ἐσκοτώθην τε καὶ ἰλιγγίασα
    σαν να δέχτηκα γροθιά από επιδέξιο πυγμάχο, σκοτείνιασαν τα μάτια μου και ζαλίστηκα
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
    σαν να έφαγα μια γροθιά από επιδέξιο παλαιστή όλα σκοτείνιασαν και ένιωσα ίλιγγο
  4. (μεταφορικά) σκοτώνω, φονεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία