σκοτῶ
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- σκοτῶ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτέω, συνηρημένο, συνώνυμο του σκοτίζω
Ρήμα
επεξεργασίασκοτῶ
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- τρίτο πρόσωπο, απρόσωπο: ἐσκότησεν (σκοτείνιασε)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- σκοτῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκοτόω, συνηρημένο
Ρήμα
επεξεργασίασκοτῶ
- (μεταφορικά) σκοτεινιάζω, συσκοτίζω
- 12ος αιώνας ⌘ Κωνσταντίνος Μανασσής, Ποίημα ηθικόν, Περί υπονοίας, 798 @books.google
- τὸν νοῦν σκοτοῖ, τὰ βλέφαρα, τὸν μήνιγγα, τὰς φρένας
- 12ος αιώνας ⌘ Κωνσταντίνος Μανασσής, Ποίημα ηθικόν, Περί υπονοίας, 798 @books.google
- (μέση φωνή) ζαλίζομαι
- και σημασία σκοτώνω
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σημασία «σκοτώνω» - σκοτόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.314-315 Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκοτῶ
- συνηρημένη μορφή του σκοτόω και σκοτάω
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του σκοτέω