↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοτισμός οι σκοτισμοί
      γενική του σκοτισμού των σκοτισμών
    αιτιατική τον σκοτισμό τους σκοτισμούς
     κλητική σκοτισμέ σκοτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοτισμός < ελληνιστική κοινή σκοτισμός[1] [2] < σκοτίζω < αρχαία ελληνική σκότος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοτισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκοτισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. σκοτισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)