σκοτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοτώνομαι < σκοτώνω
Ρήμα
επεξεργασίασκοτώνομαι
- χάνω τη ζωή μου από όπλο ή δυστύχημα
- κάθε χρόνο σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα
- κουράζομαι υπερβολικά
- σκοτώθηκε στη δουλειά
- (μεταφορικά) (αλληλοπαθητικό) τσακώνομαι άγρια ή δέρνομαι με κάποιον
- κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί πάλι σκοτώθηκε με τον αδελφό του σήμερα για το παιχνίδι
- κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί πάλι σκοτωθήκανε με τον αδελφό του σήμερα για το παιχνίδι
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη σκοτώνω
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοτώνομαι | σκοτωνόμουν(α) | θα σκοτώνομαι | να σκοτώνομαι | ||
β' ενικ. | σκοτώνεσαι | σκοτωνόσουν(α) | θα σκοτώνεσαι | να σκοτώνεσαι | (σκοτώνου) | |
γ' ενικ. | σκοτώνεται | σκοτωνόταν(ε) | θα σκοτώνεται | να σκοτώνεται | ||
α' πληθ. | σκοτωνόμαστε | σκοτωνόμαστε σκοτωνόμασταν |
θα σκοτωνόμαστε | να σκοτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σκοτώνεστε | σκοτωνόσαστε σκοτωνόσασταν |
θα σκοτώνεστε | να σκοτώνεστε | (σκοτώνεστε) | |
γ' πληθ. | σκοτώνονται | σκοτώνονταν σκοτωνόντουσαν |
θα σκοτώνονται | να σκοτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκοτώθηκα | θα σκοτωθώ | να σκοτωθώ | σκοτωθεί | ||
β' ενικ. | σκοτώθηκες | θα σκοτωθείς | να σκοτωθείς | σκοτώσου | ||
γ' ενικ. | σκοτώθηκε | θα σκοτωθεί | να σκοτωθεί | |||
α' πληθ. | σκοτωθήκαμε | θα σκοτωθούμε | να σκοτωθούμε | |||
β' πληθ. | σκοτωθήκατε | θα σκοτωθείτε | να σκοτωθείτε | σκοτωθείτε | ||
γ' πληθ. | σκοτώθηκαν σκοτωθήκαν(ε) |
θα σκοτωθούν(ε) | να σκοτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκοτωθεί | είχα σκοτωθεί | θα έχω σκοτωθεί | να έχω σκοτωθεί | σκοτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκοτωθεί | είχες σκοτωθεί | θα έχεις σκοτωθεί | να έχεις σκοτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκοτωθεί | είχε σκοτωθεί | θα έχει σκοτωθεί | να έχει σκοτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοτωθεί | είχαμε σκοτωθεί | θα έχουμε σκοτωθεί | να έχουμε σκοτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκοτωθεί | είχατε σκοτωθεί | θα έχετε σκοτωθεί | να έχετε σκοτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοτωθεί | είχαν σκοτωθεί | θα έχουν σκοτωθεί | να έχουν σκοτωθεί |