Δείτε επίσης: ἐσκότωσεν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsko.to.se/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκό‐τω‐σε

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκότωσε

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

σκότωσε