Ετυμολογία

επεξεργασία
öldürmek < öl + -dür + -mek

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɶl.dʏɾˈmɛc/

öldürmek (tr)

Παράγωγα

επεξεργασία