Ετυμολογία

επεξεργασία
διαχειρίζω < διά + χειρίζω < χείρ

διαχειρίζω

  1. έχω κάτι στο χέρι μου και το διαχειρίζομαι
  2. (μέσο) διαχειρίζομαι: σκοτώνω