Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχειρίζω < διά + χειρίζω < χείρ

  Ρήμα επεξεργασία

διαχειρίζω

  1. έχω κάτι στο χέρι μου και το διαχειρίζομαι
  2. (μέσο) διαχειρίζομαι: σκοτώνω