σκοτώστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκοτώστρα | οι | σκοτώστρες |
γενική | της | σκοτώστρας | — | |
αιτιατική | τη | σκοτώστρα | τις | σκοτώστρες |
κλητική | σκοτώστρα | σκοτώστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτώστρα < σκοτώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοτώστρα θηλυκό
- μοτοσικλέτα ή αυτοκίνητο, επικίνδυνο λόγω κακής κατασκευής ή κατάστασης