Δείτε επίσης: εκδορά
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκδορᾱ́ αἱ ἐκδοραί
      γενική τῆς ἐκδορᾶς τῶν ἐκδορῶν
      δοτική τῇ ἐκδορ ταῖς ἐκδοραῖς
    αιτιατική τὴν ἐκδορᾱ́ν τὰς ἐκδορᾱ́ς
     κλητική ! ἐκδορᾱ́ ἐκδοραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκδορᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκδοραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκδορά (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐκδέρω < ἐκ- + δέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐκδορά θηλυκό