ἐκδορά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκδορᾱ́ | αἱ | ἐκδοραί | ||||
γενική | τῆς | ἐκδορᾶς | τῶν | ἐκδορῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἐκδορᾷ | ταῖς | ἐκδοραῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐκδορᾱ́ν | τὰς | ἐκδορᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | ἐκδορᾱ́ | ἐκδοραί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκδορᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκδοραῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐκδορά (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐκδέρω < ἐκ- + δέρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐκδορά θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἐκδορά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.