Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδέρω < αρχαία ελληνική ἐκδέρω < ἐκ + δέρω

εκδέρω

  1. (λόγιο) γδέρνω, βγάζω το δέρμα (σε σφαγή ζώων)
    • (μεταφορικά)
      Αλλά διατί το ψύχος του Μαρτίου και ουχί μάλλον το του Δεκεμβρίου, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου εκδέρει ημάς, ουδείς δύναται να νοήση. (*)
  2. (λόγιο) γρατσουνίζω, αφαιρώ τμήμα δέρματος - δημιουργώ επιφανειακό τραύμα (σε πληγές)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία