urso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urso | ursoj |
αιτιατική | urson | ursojn |
urso (eo)
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urso | ursoj |
αιτιατική | urson | ursojn |
urso (eo)