αρκουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρκουδάκι | τα | αρκουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αρκουδάκι | τα | αρκουδάκια |
κλητική | αρκουδάκι | αρκουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρκουδάκι < αρκούδ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρκουδάκι ουδέτερο
- το μικρό της αρκούδας, μικρή αρκούδα
- λούτρινο παιχνίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρκουδάκι
|