-ουδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ουδάκι | τα | -ουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | -ουδάκι | τα | -ουδάκια |
κλητική | -ουδάκι | -ουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /uˈða.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ου‐δά‐κι
Επίθημα επεξεργασία
-ουδάκι ουδέτερο
- επίθημα σχηματισμού ουδέτερων υποκοριστικών, ενίοτε και με αρνητική σημασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-ουδάκι" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -ουδάκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)