μυαλουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυαλουδάκι | τα | μυαλουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μυαλουδάκι | τα | μυαλουδάκια |
κλητική | μυαλουδάκι | μυαλουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυαλουδάκι < μυαλ(ό) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυαλουδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό της λέξης μυαλό, το μικρό μυαλό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυαλουδάκι
|