oso
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαoso (eu)
Γαλικιανά (gl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoso (gl)
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
oso | osos |
oso (es) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η αρκούδα