bore
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bore | bores |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- bore < αγγλοσαξονικά borian < πρωτογερμανική *burōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (κόβω, χωρίζω, τρυπώ)
ενικός | πληθυντικός |
bore | bores |