bore
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bore | bores |
Ετυμολογία
επεξεργασία- bore < αγγλοσαξονικά borian < πρωτογερμανική *burōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (κόβω, χωρίζω, τρυπώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbore (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bores |
αόριστος | bored |
παθητική μετοχή | bored |
ενεργητική μετοχή | boring |
bore (en)
- τρυπώ, διατρυπώ
- ανοίγω
- σκάβω
- προκαλώ πλήξη, κάνω κάποιον να πλήττει
- ↪ The TV is boring me.
- Η τηλεόραση με πλήττει.
- ↪ The TV is boring me.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbore (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbore (fr)