ενικός         πληθυντικός  
bore bores

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bore < αγγλοσαξονικά borian < πρωτογερμανική *burōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (κόβω, χωρίζω, τρυπώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɔː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bore (en)

  1. γεώτρηση
  2. διάμετρος (όπλου)
  3. διάμετρος (κυλίνδρου)
  4. ανιαρός, πληκτικός
ενεστώτας bore
γ΄ ενικό ενεστώτα bores
αόριστος bored
παθητική μετοχή bored
ενεργητική μετοχή boring

bore (en)

  1. τρυπώ, διατρυπώ
  2. ανοίγω
  3. σκάβω
  4. προκαλώ πλήξη, κάνω κάποιον να πλήττει
    ⮡  The TV is boring me.
    Η τηλεόραση με πλήττει.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

bore (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bore (fr)