ενικός         πληθυντικός  
bore bores

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɔː/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενεστώτας bore
γ΄ ενικό ενεστώτα bores
αόριστος bored
παθητική μετοχή bored
ενεργητική μετοχή boring

bore (en)

  1. τρυπώ, διατρυπώ
  2. ανοίγω
  3. σκάβω
  4. προκαλώ πλήξη, κάνω κάποιον να πλήττει
      The TV is boring me.
    Η τηλεόραση με πλήττει.

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

bore (en)



Ουσιαστικό

επεξεργασία