bored
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bored |
συγκριτικός | more bored |
υπερθετικός | most bored |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbored (en)
- βαριεστημένος, βαριέμαι
- ⮡ I am bored with the same old, same old.
- Είμαι βαριεστημένος με τα ίδια και τα ίδια.
- ⮡ When I was young, I used to get bored very easily.
- Όταν ήμουν νέος, βαριόμουν πολύ εύκολα.
- ⮡ I am on the third page and I have already gotten bored of this book.
- Είμαι στην τρίτη σελίδα και έχω ήδη βαρεθεί αυτό το βιβλίο.
- ⮡ I am bored with the same old, same old.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbored (en)