bearing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
bearing (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bearing | bearings |
bearing (en)
- το παράστημα, η κορμοστασιά, ο τρόπος βαδίσματος
- η συνάφεια
- ο προσανατολισμός
- η ανοχή, η ανεκτικότητα
- συνέπεια που προκαλείται, επιφέρεται
- στατικό ή μηχανολογικό έδρανο, ο φέρων οργανισμός
- ↪ The steel frame uses the engine as its load-bearing part.
- Το ατσάλινο πλαίσιο χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως φέρoν τμήμα του.
- ↪ The steel frame uses the engine as its load-bearing part.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
bearing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bear