προσανατολισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσανατολισμός < προσανατολίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orientation)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσανατολισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η στροφή προς την ανατολή
- γνώση ή εντοπισμός των σημείων του ορίζοντα στο χώρο που βρισκόμαστε
- γνώση ή αναγνώριση του τι υπάρχει σε κάθε μία από τις κατευθύνσεις (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) που μπορούμε να επιλέξουμε
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προσανατολίζω και ανατολή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσανατολισμός