ενεστώτας withstand
γ΄ ενικό ενεστώτα withstands
αόριστος withstood
παθητική μετοχή withstood
ενεργητική μετοχή withstanding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

withstand (en)

  • αντέχω σε κάτι, ανθίσταμαι
      The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
    Ο αλύγιστος σκελετός του κτιρίου άντεξε στον σεισμό.
      This material can withstand machine washing.
    Αυτό το ύφασμα αντέχει στο πλυντήριο.