withstand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | withstand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withstands |
αόριστος | withstood |
παθητική μετοχή | withstood |
ενεργητική μετοχή | withstanding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαwithstand (en)
- αντέχω σε κάτι, ανθίσταμαι
- ⮡ The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
- Ο αλύγιστος σκελετός του κτιρίου άντεξε στον σεισμό.
- ⮡ This material can withstand machine washing.
- Αυτό το ύφασμα αντέχει στο πλυντήριο.
- ⮡ The inflexible frame of the building withstood the earthquake.