withstand
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | withstand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withstands |
αόριστος | withstood |
παθητική μετοχή | withstood |
ενεργητική μετοχή | withstanding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
withstand (en)
ενεστώτας | withstand |
γ΄ ενικό ενεστώτα | withstands |
αόριστος | withstood |
παθητική μετοχή | withstood |
ενεργητική μετοχή | withstanding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
withstand (en)