αδιαφόρετος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιαφόρετος < μεσαιωνική ελληνική αδιαφόρετος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιαφόρητος
Επίθετο επεξεργασία
αδιαφόρετος, -η, -ο
- που δεν αποφέρει κάτι σε κάποιον, που γίνεται χωρίς όφελος
- που δεν αποφέρει τόκο
- αδιάφορος
- άχρηστος
- αξεδιάλυτος
- (ιδιωματικό) μακαρίτης