Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφέρω τὴν ψῆφον: ρήμα διαφέρω (εδώ με ενεργητική σημασία: διαφοροποιώ,δίνω με διαφορετικό τρόπο - τοποθετώ) + αιτιατική: τὴν ψῆφον του ψῆφος

  Έκφραση

επεξεργασία

διαφέρω τὴν ψῆφον

  1. προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, την καταμετρώ εναντίον του άλλου, δίνω την ψήφο μου εναντίον άλλου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 138 → δείτε παράθεμα στο διαφέρων
  2. δίνω την ψήφο μου σε κάποιον
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 49 ἐν ᾗ διοίσει ψῆφον Ἀργείων πόλις
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 74 ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 5 → δείτε παράθεμα στο διαφέρων