γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
διαφεροντ-
ονομαστική διαφέρων διαφέρουσ τὸ διαφέρον
      γενική τοῦ διαφέροντος τῆς διαφερούσης τοῦ διαφέροντος
      δοτική τῷ διαφέροντ τῇ διαφερούσ τῷ διαφέροντ
    αιτιατική τὸν διαφέροντ τὴν διαφέρουσᾰν τὸ διαφέρον
     κλητική ! διαφέρων διαφέρουσ διαφέρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαφέροντες αἱ διαφέρουσαι τὰ διαφέροντ
      γενική τῶν διαφερόντων τῶν διαφερουσῶν τῶν διαφερόντων
      δοτική τοῖς διαφέρουσῐ(ν) ταῖς διαφερούσαις τοῖς διαφέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διαφέροντᾰς τὰς διαφερούσᾱς τὰ διαφέροντ
     κλητική ! διαφέροντες διαφέρουσαι διαφέροντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαφέροντε τὼ διαφερούσ τὼ διαφέροντε
      γεν-δοτ τοῖν διαφερόντοιν τοῖν διαφερούσαιν τοῖν διαφερόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαφέρων, -ουσα, -ον