διαφέρον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφέρον < αρχαία ελληνική διαφέρον < διαφέρω < διά + φέρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφέρον ουδέτερο
- άλλη μορφή του ενδιαφέρον
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφέρον
|
διαφέρον ουδέτερο
|