Απαρέμφατο

επεξεργασία

διενεγκεῖν

  • απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου (διήνεγκον) του διαφέρω
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 74.3
    καὶ τούτων πέρι ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, ὡς κατεγνώσθησαν, ἔκτειναν, καὶ ἐς ὀλιγαρχίαν τὰ μάλιστα κατέστησαν τὴν πόλιν.
    Τότε ανάγκασαν τον λαό να τους κρίνει με φανερή ψηφοφορία και μόλις καταδικάστηκαν τους σκότωσαν κι εγκαταστήσαν αυστηρή ολιγαρχία.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 198
    Κελεύσατε οὖν αὐτούς, ἐάσαντας τὴν πρώτην ὑμᾶς ψῆφον κατὰ τοὺς νόμους διενεγκεῖν, ἀπαντᾶν εἰς τὴν τίμησιν.
    Πείτε τους λοιπόν να σας αφήσουν να ψηφίσετε ανεπηρέαστα κατά το πρώτο μέρος της διαδικασίας, σύμφωνα με τους νόμους, και, όταν έρθει η ώρα της συζήτησης για την ποινή, τότε ας ζητήσουν την επιείκειά σας.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr