διίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διίσταμαι < αρχαία ελληνική διΐσταμαι < διά + ἵσταμαι (στέκομαι ενάντια)
Ρήμα
επεξεργασίαδιίσταμαι (αποθετικό ρήμα), (μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους)
- (λόγιο) είμαι διαφορετικός από κάτι άλλο ή αντίθετος
- οι απόψεις διίστανται (δεν υπάρχει συμφωνία στο συγκεκριμένο θέμα)