Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conflict conflicts

conflict (en)

  1. σύγκρουση (πολεμική, αθλητική, πολιτική ή άλλου είδους μάχη, αναμέτρηση, διαφωνία)
  2. σύγκρουση (αναντιστοιχία, ασυμβατότητα)
ενεστώτας conflict
γ΄ ενικό ενεστώτα conflicts
αόριστος conflicted
παθητική μετοχή conflicted
ενεργητική μετοχή conflicting

conflict (en)

  1. διίσταμαι, συγκρούομαι
  2. αντικρούομαι
  3. αντιφάσκω