Ετυμολογία

επεξεργασία

contestable < contester + -able

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
contestable contestables

contestable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμφισβητήσιμος
  2. διαφιλονικούμενος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία