Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκαρτερώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐγκαρτερῶ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκαρτερώ
<
αρχαία ελληνική
ἐγκαρτερέω
/
ἐγκαρτερῶ
Ρήμα
επεξεργασία
εγκαρτερώ
(
λόγιο
)
υπομένω
καρτερικά
Συγγενικά
επεξεργασία
εγκαρτέρηση
→
δείτε
τη λέξη
καρτερώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκαρτερώ
αγγλικά
: (
suffer
(en)
)