step down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | step down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steps down |
αόριστος | stepped down |
παθητική μετοχή | stepped down |
ενεργητική μετοχή | stepping down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstep down (en)
- παραιτούμαι από αξίωμα
- ⮡ She stepped down from her job.
- Παραιτήθηκε από τη δουλειά της.
- ⮡ He’s stepping down from power.
- Κατεβαίνει από την εξουσία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resign
- ⮡ She stepped down from her job.