drop out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | drop out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drops out |
αόριστος | dropped out |
παθητική μετοχή | dropped out |
ενεργητική μετοχή | dropping out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdrop out (en)
- (αμετάβατο) παρατάω τις σπουδές μου
- ⮡ She dropped out of school for her kids.
- Παράτησε τις σπουδές για τα παιδιά της.
- ⮡ She dropped out of school for her kids.