ενεστώτας retire
γ΄ ενικό ενεστώτα retires
αόριστος retired
παθητική μετοχή retired
ενεργητική μετοχή retiring

retire (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) παίρνω τη σύνταξη μου, συνταξιοδοτώ, φεύγω από τη δουλειά μου και σταματώ να εργάζομαι, ειδικά επειδή έχω φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία ή επειδή είμαι άρρωστος· λέω σε κάποιον ότι πρέπει να σταματήσει να κάνει τη δουλειά του
    ⮡  When I retire, I will get into painting.
    Όταν πάρω τη σύνταξή μου θ' ασχοληθώ με τη ζωγραφική.
    ⮡  The employee retires with a pension after a certain number of years of service.
    Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.
    ⮡  Our director is retiring next year.
    Ο διευθυντής μας φεύγει του χρόνου.