Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσυρτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποσυρτ
ός
η
αποσυρτ
ή
το
αποσυρτ
ό
γενική
του
αποσυρτ
ού
της
αποσυρτ
ής
του
αποσυρτ
ού
αιτιατική
τον
αποσυρτ
ό
την
αποσυρτ
ή
το
αποσυρτ
ό
κλητική
αποσυρτ
έ
αποσυρτ
ή
αποσυρτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποσυρτ
οί
οι
αποσυρτ
ές
τα
αποσυρτ
ά
γενική
των
αποσυρτ
ών
των
αποσυρτ
ών
των
αποσυρτ
ών
αιτιατική
τους
αποσυρτ
ούς
τις
αποσυρτ
ές
τα
αποσυρτ
ά
κλητική
αποσυρτ
οί
αποσυρτ
ές
αποσυρτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσυρτός
<
αποσύρω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
αποσυρτός, -ή, -ό
που
αποσύρεται
ή είναι δυνατόν να
αποσυρθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
αποσυρτά
→
δείτε
τις λέξεις
αποσύρω
,
από
και
σύρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσυρτός