recover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | recover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recovers |
αόριστος | recovered |
παθητική μετοχή | recovered |
ενεργητική μετοχή | recovering |
recover (en)
- (αμετάβατο) συνέρχομαι, αναρρώνω, αποκαθίσταται η υγεία μου
- ⮡ It will take him months to recover.
- Θα κάνει μήνες να συνέλθει.
- ⮡ You will recover from the illness.
- Θα συνέλθεις από την αρρώστια.
- ⮡ I hope he will recover quickly.
- Ελπίζω ότι θα αναρρώσει γρήγορα.
- ≈ συνώνυμα: pull through, rally και recuperate
- ⮡ It will take him months to recover.
- (αμετάβατο) συνέρχομαι, αναρρώνω, ξαναβρίσκω την ψυχική ηρεμία μου ύστερα από ένα σοβαρό κλονισμό
- ⮡ The news was so tragic that we still have been unable to recover.
- Η είδηση ήταν τόσο τραγική, ώστε ακόμη δεν μπορούμε να συνέλθουμε.
- ⮡ The country’s economy is recovering.
- Αναρρώνει η οικονομία της χώρας.
- ⮡ The news was so tragic that we still have been unable to recover.
- (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω, παίρνω πίσω τα ίδια χρήματα που έχω ξοδέψει ή που μου οφείλονται
- (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω, παίρνω πίσω κάτι που έχει χαθεί, κλαπεί ή λείπει
- ⮡ I recovered my lost umbrella.
- Ανέκτησα τη χαμένη μου ομπρέλα.
- ⮡ Soon we recovered the lost time.
- Σύντομα ξανακερδίσαμε το χαμένο χρόνο.
- ⮡ I recovered my lost umbrella.
- (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω μια θέση, επίπεδο, κατάσταση κτλ. που έχει χαθεί
- (μεταβατικό) ανακτώ, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, τον έλεγχο των συναισθημάτων μου κτλ.
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | recover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recovers |
αόριστος | recovered |
παθητική μετοχή | recovered |
ενεργητική μετοχή | recovering |
recover (en)
- άλλη μορφή του re-cover