Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ενεστώτας recover
γ΄ ενικό ενεστώτα recovers
αόριστος recovered
παθητική μετοχή recovered
ενεργητική μετοχή recovering

recover (en)

  1. (αμετάβατο) συνέρχομαι, αναρρώνω, αποκαθίσταται η υγεία μου
    It will take him months to recover.
    Θα κάνει μήνες να συνέλθει.
    You will recover from the illness.
    Θα συνέλθεις από την αρρώστια.
    I hope he will recover quickly.
    Ελπίζω ότι θα αναρρώσει γρήγορα.
     συνώνυμα:  pull through, rally και recuperate
  2. (αμετάβατο) συνέρχομαι, αναρρώνω, ξαναβρίσκω την ψυχική ηρεμία μου ύστερα από ένα σοβαρό κλονισμό
    The news was so tragic that we still have been unable to recover.
    Η είδηση ήταν τόσο τραγική, ώστε ακόμη δεν μπορούμε να συνέλθουμε.
    The country’s economy is recovering.
    Αναρρώνει η οικονομία της χώρας.
  3. (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω, παίρνω πίσω τα ίδια χρήματα που έχω ξοδέψει ή που μου οφείλονται
    After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
    We soon recovered our losses.
    Σύντομα ξανάκερδίσαμε τα χαμένα.
     συνώνυμα: recoup
  4. (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω, παίρνω πίσω κάτι που έχει χαθεί, κλαπεί ή λείπει
    I recovered my lost umbrella.
    Ανέκτησα τη χαμένη μου ομπρέλα.
    Soon we recovered the lost time.
    Σύντομα ξανακερδίσαμε το χαμένο χρόνο.
  5. (μεταβατικό) ανακτώ, ξανακερδίζω μια θέση, επίπεδο, κατάσταση κτλ. που έχει χαθεί
    He recovered his right to the throne.
    Ανέκτησε τα δικαιώματά του στο θρόνο.
     συνώνυμα: regain
  6. (μεταβατικό) ανακτώ, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, τον έλεγχο των συναισθημάτων μου κτλ.
    He recovered his eyesight.
    Ανέκτησε την όραση του.
    She recovered her strength.
    Ξαναβρήκε τη δύναμή της.
     συνώνυμα: regain

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
recover < re- + cover
ενεστώτας recover
γ΄ ενικό ενεστώτα recovers
αόριστος recovered
παθητική μετοχή recovered
ενεργητική μετοχή recovering

recover (en)