re-cover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | re-cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-covers |
αόριστος | re-covered |
παθητική μετοχή | re-covered |
ενεργητική μετοχή | re-covering |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαre-cover (en)
- ξανασκεπάζω, καλύπτω ξανά
ενεστώτας | re-cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-covers |
αόριστος | re-covered |
παθητική μετοχή | re-covered |
ενεργητική μετοχή | re-covering |
re-cover (en)