αναλαμβάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααναλαμβάνομαι , πρτ.: αναλαμβανόμουν, στ.μέλλ.: θα αναληφθώ, αόρ.: αναλήφθηκα, μτχ.π.π.: ανειλημμένος
- παθητική φωνή του ρήματος αναλαμβάνω
- (για χρήματα) λαμβάνομαι
- Το ποσό φαίνεται ότι ανελήφθη από ΑΤΜ προ διημέρου
- για τον Χριστό και αγίους, λαμβάνομαι ψηλά, στον ουρανό
- Ο Χριστός 'ανελήφθη, Η Θεοτόκος ανελήφθη, Ο Ησαϊας ανελήφθη
- (για εργασίες) λαμβάνομαι
- Τα μεγάλα έργα αναλαμβάνονται από όσους έχουν μεγάλα μέσα
- Αυτές οι υποθέσεις αναλαμβάνονται από μεγαλοδικηγόρους