αναληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναληπτικός < ἀναληπτικός στην καθαρεύουσα από το γαλλικό analeptique < από την (ελληνιστική κοινή) ἀναληπτικός (για να αναλάβει ο ασθενής της δυνάμεις του) < ἀναλαμβάνω
Επίθετο
επεξεργασίααναληπτικός
- που σχετίζεται με την ανάληψη χρημάτων από τράπεζα
- αναληπτική κάρτα
- χαρακτηρισμός φαρμάκων που διεγείρουν το κέντρο της αναπνοής σε πολύ σοβαρές καρδιαναπνευστικές κρίσεις (τα αναληπτικά και ως ουσιαστικό για τη συγκεκριμένη κατηγορία σκευασμάτων)
- (παρωχημένο) που τονώνει την υγεία, με την έννοια ότι βοηθά τον ασθενή να αναλάβει δυνάμεις