analeptique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.lɛp.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
analeptique | analeptiques |
analeptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
analeptique | analeptiques |
analeptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό