ανειλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανειλημμένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἀναλαμβάνω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ni.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νει‐λημ‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαανειλημμένος -η -ο
- που έχω αναλάβει
- θα επιθυμούσα να έρθω μαζί σας για διασκέδαση, αλλά έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανειλημμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανειλημμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας