Δείτε επίσης: ἀνειλημμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανειλημμένος η ανειλημμένη το ανειλημμένο
      γενική του ανειλημμένου της ανειλημμένης του ανειλημμένου
    αιτιατική τον ανειλημμένο την ανειλημμένη το ανειλημμένο
     κλητική ανειλημμένε ανειλημμένη ανειλημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανειλημμένοι οι ανειλημμένες τα ανειλημμένα
      γενική των ανειλημμένων των ανειλημμένων των ανειλημμένων
    αιτιατική τους ανειλημμένους τις ανειλημμένες τα ανειλημμένα
     κλητική ανειλημμένοι ανειλημμένες ανειλημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανειλημμένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ἀναλαμβάνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ni.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νει‐λημ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ανειλημμένος -η -ο

  • που έχω αναλάβει
    θα επιθυμούσα να έρθω μαζί σας για διασκέδαση, αλλά έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία