αναληπτέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναληπτέος < αρχαία ελληνική ἀναληπτέον (ἐστί)
Επίθετο επεξεργασία
αναληπτέος, -α, -ο
- που πρέπει να αναληφθεί
- αναληπτέα δράση (οι ενέργειες που να γίνουν)
- αναληπτέο ποσό (χρηματικό ποσό που πρέπει η τράπεζα να δώσει στον καταθέτη που ζητεί να κάνει ανάληψη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναληπτέος
|