Δείτε επίσης: στυλώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηλώνω < μεσαιωνική ελληνική στηλώνω < (ελληνιστική κοινήστηλόω / στηλῶ < αρχαία ελληνική στήλη < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

στηλώνω (παθητική φωνή: στηλώνομαι)

  1. στήνω κάτι σαν στήλη
  2. τεντώνω, τείνω κάτι κατακόρυφα
    Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία