στηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στηλώνω < μεσαιωνική ελληνική στηλώνω < (ελληνιστική κοινή) στηλόω / στηλῶ < αρχαία ελληνική στήλη < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
Ρήμα
επεξεργασίαστηλώνω (παθητική φωνή: στηλώνομαι)
- στήνω κάτι σαν στήλη
- τεντώνω, τείνω κάτι κατακόρυφα
- Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στήλη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στηλώνω | στήλωνα | θα στηλώνω | να στηλώνω | στηλώνοντας | |
β' ενικ. | στηλώνεις | στήλωνες | θα στηλώνεις | να στηλώνεις | στήλωνε | |
γ' ενικ. | στηλώνει | στήλωνε | θα στηλώνει | να στηλώνει | ||
α' πληθ. | στηλώνουμε | στηλώναμε | θα στηλώνουμε | να στηλώνουμε | ||
β' πληθ. | στηλώνετε | στηλώνατε | θα στηλώνετε | να στηλώνετε | στηλώνετε | |
γ' πληθ. | στηλώνουν(ε) | στήλωναν στηλώναν(ε) |
θα στηλώνουν(ε) | να στηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στήλωσα | θα στηλώσω | να στηλώσω | στηλώσει | ||
β' ενικ. | στήλωσες | θα στηλώσεις | να στηλώσεις | στήλωσε | ||
γ' ενικ. | στήλωσε | θα στηλώσει | να στηλώσει | |||
α' πληθ. | στηλώσαμε | θα στηλώσουμε | να στηλώσουμε | |||
β' πληθ. | στηλώσατε | θα στηλώσετε | να στηλώσετε | στηλώστε | ||
γ' πληθ. | στήλωσαν στηλώσαν(ε) |
θα στηλώσουν(ε) | να στηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στηλώσει | είχα στηλώσει | θα έχω στηλώσει | να έχω στηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στηλώσει | είχες στηλώσει | θα έχεις στηλώσει | να έχεις στηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στηλώσει | είχε στηλώσει | θα έχει στηλώσει | να έχει στηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στηλώσει | είχαμε στηλώσει | θα έχουμε στηλώσει | να έχουμε στηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στηλώσει | είχατε στηλώσει | θα έχετε στηλώσει | να έχετε στηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στηλώσει | είχαν στηλώσει | θα έχουν στηλώσει | να έχουν στηλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στηλώνω
|