Δείτε επίσης: στερεώνω, στερεούμαι, στερεώνομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεόωῶ < στερεός + κατάληξη

στερεόω

  • αρχαία μορφή του νεοελληνικού ρήματος στερεώνω, κάνω κάτι στέρεο, το στεριώνω, το τοποθετώ σταθερά. Παθητικός τύπος, στερεούμαι

Συγγενικά

επεξεργασία