αποστερεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποστερεώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστερεώνω | αποστερέωνα | θα αποστερεώνω | να αποστερεώνω | αποστερεώνοντας | |
β' ενικ. | αποστερεώνεις | αποστερέωνες | θα αποστερεώνεις | να αποστερεώνεις | αποστερέωνε | |
γ' ενικ. | αποστερεώνει | αποστερέωνε | θα αποστερεώνει | να αποστερεώνει | ||
α' πληθ. | αποστερεώνουμε | αποστερεώναμε | θα αποστερεώνουμε | να αποστερεώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστερεώνετε | αποστερεώνατε | θα αποστερεώνετε | να αποστερεώνετε | αποστερεώνετε | |
γ' πληθ. | αποστερεώνουν(ε) | αποστερέωναν αποστερεώναν(ε) |
θα αποστερεώνουν(ε) | να αποστερεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστερέωσα | θα αποστερεώσω | να αποστερεώσω | αποστερεώσει | ||
β' ενικ. | αποστερέωσες | θα αποστερεώσεις | να αποστερεώσεις | αποστερέωσε | ||
γ' ενικ. | αποστερέωσε | θα αποστερεώσει | να αποστερεώσει | |||
α' πληθ. | αποστερεώσαμε | θα αποστερεώσουμε | να αποστερεώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστερεώσατε | θα αποστερεώσετε | να αποστερεώσετε | αποστερεώστε | ||
γ' πληθ. | αποστερέωσαν αποστερεώσαν(ε) |
θα αποστερεώσουν(ε) | να αποστερεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστερεώσει | είχα αποστερεώσει | θα έχω αποστερεώσει | να έχω αποστερεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστερεώσει | είχες αποστερεώσει | θα έχεις αποστερεώσει | να έχεις αποστερεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστερεώσει | είχε αποστερεώσει | θα έχει αποστερεώσει | να έχει αποστερεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστερεώσει | είχαμε αποστερεώσει | θα έχουμε αποστερεώσει | να έχουμε αποστερεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστερεώσει | είχατε αποστερεώσει | θα έχετε αποστερεώσει | να έχετε αποστερεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστερεώσει | είχαν αποστερεώσει | θα έχουν αποστερεώσει | να έχουν αποστερεώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστερεώνω
|